- ἐγκαταλήψει
- ἐγκατάληψιςcatchingfem nom/voc/acc dual (attic epic)ἐγκαταλήψεϊ , ἐγκατάληψιςcatchingfem dat sg (epic)ἐγκατάληψιςcatchingfem dat sg (attic ionic)ἐγκαταλαμβάνωcatch infut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.